- γλαφυρότης
- γλᾰφῠρότης, ητος, ἡ,A subtlety,
θεωρίας Ph.1.521
, cf. 530 (pl.); elegance,ἔργων J.AJ12.2.9
;παραβολῶν Luc.Dem.Enc.6
, cf. Phld. Rh.1.165S.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θεωρίας Ph.1.521
, cf. 530 (pl.); elegance,ἔργων J.AJ12.2.9
;παραβολῶν Luc.Dem.Enc.6
, cf. Phld. Rh.1.165S.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γλαφυρότητα — η (AM γλαφυρότης) [γλαφυρός] η ιδιότητα τού γλαφυρού … Dictionary of Greek
γλαφυρότητα — γλαφυρία elegance fem acc sg γλαφυρότης subtlety fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλαφυρότητας — γλαφυρία elegance fem acc pl γλαφυρότης subtlety fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλαφυρότητι — γλαφυρία elegance fem dat sg γλαφυρότης subtlety fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλαφυρότητος — γλαφυρία elegance fem gen sg γλαφυρότης subtlety fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)